ἐπεισφέρω
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
English (LSJ)
bring in besides or bring in next, (ἄρμενον) Hp.Art.4 (Pass.); κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα A.Ag.864; τέκνον δόμοισι Id.Ch.649 (lyr.); ἐπεισφέρω λόγον = bring in a new argument, Ar.Th.1164; in Inscrr. on grave-stones, bring in another body, CIG3384 (Smyrna), al.:—Med., ἐπεισφέρομαι = bring in for oneself, μαρτύρια Th.3.53:—Pass., rush in besides, Aen.Tact.39.3; τὸ αἰεὶ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα whatever comes upon us, occurs, Hdt.7.50; ὁ ἐπεισφερόμενος [νόμος] the law newly brought in, Arist.Top.151b13.
German (Pape)
[Seite 912] (s. φέρω), noch dazu hineintragen, hineinbringen; πῆμα Aesch. Ag. 838; τέκνον δώμασιν Ch. 638; von Speisen, auftragen, Ar. Par 1161; λόγον, noch dazu vorbringen, Th. 1164; vgl. Eur. Phoen. 200; τὸ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα, der da zwischenkommende Vorfall, Her. 7, 50; – med., ἐπεσενεγκάμενοι μαρτύρια, mit sich hineinbringen, Thuc. 3, 53; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεισοίσω, etc., v. φέρω;
1 apporter sans cesse en faisant succéder l'un après l'autre;
2 apporter en outre : τέκνον δώμασι ESCHL introduire en outre un enfant dans la maison ; ἐπεσφερόμενον πρῆγμα HDT événement qui survient;
Moy. ἐπεισφέρομαι apporter l'un après l'autre pour soi : μαρτύρια THC produire une succession de témoignages en sa faveur.
Étymologie: ἐπί, εἰσφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισφέρω: ион.-староатт. ἐπεσφέρω (fut. ἐπεισοίσω) (вновь, еще или вслед за чем-л.)
1 вносить, приносить (τοὺς ἀμύλους Arph. - v.l. ἐπιφορέω; ἐπεισενεχθεῖσα τροφή Arst.): ἐ. κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα Aesch. приносить вести о бедах (досл. беду) одну хуже другой; πῦρ ἐπὶ πῦρ ἐ. погов. Plut. непрерывно разжигать пламя; λόγον ἐ. Arph. вносить новое предложение;
2 вводить (τέκνον δόμοις Aesch.): τὸ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα Her. привходящее обстоятельство, (непредвиденная) случайность; ὁ ἐπεισφερόμενος νόμος Arst. вновь введенный закон;
3 med. приводить со своей стороны или в свою пользу (μαρτύρια Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισφέρω: μέλλ. -οίσω, εἰσφέρω μετά τι, ἔπειτ’ ἐπέσφερε τοὺς ἀμύλους, δηλ. ἀφοῦ πρῶτον καθαρίσῃς τὰς τραπέζας, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1195· ἐπεισενεχθῆναι Ἱππ. περὶ Ἄρθρων 782· καὶ τὸν μὲν ἥκειν, τὸν δ’ ἐπεσφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 864 (πρβλ. ἐπεισέρρω)· τέκνον δ’ ἐπεισφέρει δόμοισιν ὁ αὐτὸς ἐν Χο. 649· ἐπ. λόγον, εἰσάγειν νέον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1164· ἐν ἐπιγραφαῖς ἐπιτυμβίοις, εἰσάγω (εἰς τὸν τάφον) καὶ ἕτερον νεκρόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3384, 3863 κ. ἀλλ. - Μέσ., εἰσφέρω, εἰσάγω ὑπὲρ ἐμοῦ, ἐπεισενεγκάμενοι μαρτύρια, εἰσενεγκάμενοι μαρτύρια πρὸς τοῦτο, Θουκ. 3. 53. - Παθ., τὸ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα, τὸ ἐπερχόμενον εἰς ἡμᾶς, τὸ συμβαῖνον, Ἡρόδ. 7. 5, 1· ὁ ἐπεισφερόμενος νόμος, ὁ νεωστὶ εἰσφερόμενος, Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 5.
Greek Monolingual
ἐπεισφέρω (Α)
1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)
2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)
3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο
4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)
5. παθ. ἐπεισφέρομαι
ορμώ εναντίον κάποιου
6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐπεισφέρω: μέλ. -οίσω, εισφέρω επιπλέον ή κατόπιν, έπειτα, σε Αισχύλ., Αριστοφ. — Μέσ., εισάγω για μένα, σε Θουκ. — Παθ., τὸ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα, οτιδήποτε έρχεται πάνω μας, οτιδήποτε συμβαίνει, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -οίσω
to bring in besides or next, Aesch., Ar.:—Mid. to bring in for oneself, Thuc.:— Pass., τὸ ἐπεσφερόμενον πρῆγμα whatever comes upon us, occurs, Hdt.
Lexicon Thucydideum
afferre, to bring to, 3.53.4, [in hoc et superioribus cur vulgatum in this and previous passages why the common reading εἶς servatum fuerit, cf. Popp. Prol. was preserved, compare Poppo's Prolegomena I, go! p. page 3.212.1.]