επητής
Greek Monolingual
ἐπητής, ο (Α)
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευπροσήγορος, καλοθελητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω-ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε -ητής].
ἐπητής, ο (Α)
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευπροσήγορος, καλοθελητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω-ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε -ητής].