ἐπητής
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἐπητοῦ, ὁ, courteous, gentle, opp. rude and barbarous, Od.13.332; ἐπητῇ ἀνδρὶ ἔοικας 18.128: pl. ἐπητέες as fem., A.R.2.987 (ἐπήτιδες Lobeck); cf. ἐπητύς.
German (Pape)
[Seite 921] ὁ, wohlwollend, verständig; Hom. dreimal: Odyss. 18, 128 ἐπητῇ δ' ἀνδρὶ ἔοικας; 13, 332 οὕνεκ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων; Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ, Aristarch (vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152) schrieb nach Apollon. Lex. Hom. p. 71, 34 οὐ γάρ τευ ἐπητέως (? ἐπητέος?) und erklärte ἐπητέως (? ἐπητέος?) = εὐγνώμονος. Aus derselben Stelle des Apollon. scheint zu erhellen, daß Aristarch Odyss. 13, 332 ἐπητής = συνετός erklärte. Über die Ableitung des Wortes s. Apoll. Lex. l. c. u. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Ausg. S. 346, über den Accent Schol. Odyss. 13, 332 (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 301). – Bei An. Rh. 2, 987 von den Amazonen, οὐ μάλ' ἐπητέες.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
affable, bienveillant.
Étymologie: ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπητής: ἔπος общительный, доброжелательный, приветливый Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπητής: -οῦ, ὁ, (ἔπος):- «σώφρων, λόγιος, ἀληθής, δίκαιος, φρόνιμος, παρὰ τὰ ἔπη, πρᾶος, χρηστός» Ἡσύχ.·- οὕνεκ’ ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων Ὀδ. Ν. 332· ἐπητῇ ἀνδρὶ ἔοικας Σ. 128:- ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ἔχει πληθ. ἐπητέες ὡς θηλ., Β. 987.- Πρβλ. ἐπητύς.
English (Autenrieth)
έος: discreet, humane, Od. 13.332 and Od. 18.128.
Greek Monolingual
ἐπητής, ο (Α)
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευπροσήγορος, καλοθελητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω-ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε -ητής].
Greek Monotonic
ἐπητής: -οῦ, ὁ (ἔπος), προσηνής, ευγενικός, ήπιος, ήρεμος, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: etwa sedate, behaving well, benevolent (ν 332, σ 128; A. R. 2, 987; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 32 n. 2)
Other forms: -οῦ, pl. f. ἐπητέες
Derivatives: ἐπητύς f. (φ 306) good behaviour, benevolence.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [909] *sep- care, honour
Etymology: Uncertain. Acc. to Wackernagel Unt. 42 n. 2 from ἕπω in the meaning of Skt. sápati care, honour with η-enlargenent as in ἐδ-η-τύς, and psilosis
Middle Liddell
ἐπητής, οῦ, ἔπος
affable, gentle, Od.
Frisk Etymology German
ἐπητής: -οῦ (ν 332, σ 128), ἐπητέες
{epētḗs}
Grammar: pl. f. (A. R. 2, 987; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 32 A. 2)
Meaning: etwa besonnen, sich gut benehmend, wohlwollend;
Derivative: ἐπητύς f. (φ 306) gutes Benehmen, Wohlwollen.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Wackernagel Unt. 42 A. 2 von ἕπω in der in aind. sápati belegten Bedeutung hegen, pflegen, huldigen mit η-Erweiterung wie in ἐδη-τύς. Verfehlt Strömberg Prefix Studies 83. Ältere Hypothesen bei Bq.
Page 1,535