επιγνώμων

Greek Monolingual

ἐπιγνώμων, ο (AM) επιγιγνώσκω
1. έμπειρος
2. αυτός που συγχωρεί
αρχ.
1. αιρετός κριτής, διαιτητής
2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῦ παιδός», Δημοσθ.)
3. επιστάτης, επόπτης.