επικαλύπτω

Greek Monolingual

(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.