επιπέμπω
Greek Monolingual
επιπέμπω (Α) πέμπω
1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.)
2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.)
3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ θανάτους ἐπιπέμπειν», Πλάτ.)
4. στέλνω επιπλέον («ἄλλην στρατιὰν μὴ ἐλάσσω ἐπιπέμπειν καὶ πεζὴν και ναυτικήν», Θουκ.)
5. στέλνω ως χορηγός ή προμηθευτής («εἶτα σιτία τίς τῆς τεκούσης θᾶττον ἐπιπέμψειεν ἄν;», Αριστοφ.)
6. ιατρ. δίνω τροφή στο σώμα για να ενισχύσω κάποια λειτουργία του.