επιστάζω

Greek Monolingual

(AM ἐπιστάζω) στάζω
στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν»)
αρχ.
παθαίνω νέα αιμορραγία της μύτης.