επιτομή

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτομή) επιτέμνω
νεοελλ.
σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος
μσν.
«ἐπιτομή νόμων» — ιδιωτική συλλογή διατάξεων του βυζαντινού δικαίου
αρχ.
1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς κεφαλῆς ἐπιτομήν», Αισχίν.)
2. αποχωρισμός μέρους ενός συνόλου, σύντμηση, συντόμευση, σύνοψη («ἐπιπορεύεσθαι τοῖς ύπογραμμοῖς τῆς ἐπιτομῆς διαπονοῦντες», ΠΔ)
3. το δικαίωμα της τομής, της κοπής
4. φρ. «ἐν ἐπιτομῇ», «κατ’ ἐπιτομήν» — περιληπτικά, με λίγα λόγια
5. μτφ. (για τη Ρώμη) «τήν Ῥώμην, πόλιν ἐπιτομήν τῆς οικουμένης» Αθήν.).