επιφάνια

Greek Monolingual

τα (AM ἐπιφάνια)
εκκλ.
1. η μέρα της γεννήσεως του Χριστού
2. η μέρα της βαπτίσεως του Χριστού, η γιορτή τών Φώτων, τα Θεοφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιφάνια (ενν. ιερά) < επιφάνιον
πρβλ. κύρ. όνομα Επιφάνιος (επιφανής)
πρβλ. Θεοφάνια (τα) (< Θεοφάνιον), θεοξένια].