ο (AM ἐποποιός)επικός ποιητής, συνθέτης επικού ποιήματοςαρχ.γεν. στιχουργός, ποιητής («ἐποποιῶν... καὶ ραψῳδῶν τὰ τοιαῡτα, ἐγὼ δὲ ἥκιστα ποιητικός εἰμι», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έπος + -ποιος (< ποιώ)].