επωάζω
Greek Monolingual
(AM ἐπῳάζω)
1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα του σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.)
2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που εξασφαλίζονται συνθήκες θερμοκρασίας κατάλληλες για εκκόλαψη
3. τοποθετώ αβγά στον ήλιο ή σε κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας για να εκκολαφθούν
νεοελλ.
1. προετοιμάζω κάτι κρυφά επί αρκετό χρονικό διάστημα
2. παθ. επωάζομαι
(για παθογόνους παράγοντες) εισέρχομαι στον οργανισμό και αναπτύσσομαι ή πολλαπλασιάζομαι ώσπου να εκδηλωθούν τα πρώτα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ῳάζω (< ῳόν + -άζω), ρ. που απαντά μόνο εν συνθέσει].