ερεύθω
Greek Monolingual
ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].