ερημώνω

Greek Monolingual

και ερημώ (AM ἐρημῶ, -όω) έρημος
1. κάνω κάτι έρημο
2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ
3. μένω έρημος
νεοελλ.
(αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. ερημώνομαι
στερούμαι
αρχ.
1. αφήνω κενό, εγκαταλείπω κάτι («τὴν πόλιν ἐκλιπόντες καὶ ἐρημώσαντες», Θουκ.)
2. αποστερώ κάποιον από κάτι
3. απελευθερώνω, απαλλάσσω από κάποιον («Διός ἄλσος ἠρήμωσε λέοντος», Ευρ.)
4. απομονώνω κάποιον, αποχωρίζω από κάθε επικοινωνία
5. διατηρώ κάτι έρημο
6. παθ. φρ. «ἐρημωθέντος τοῦ ὁμίλου» — αφού απομακρύνθηκε, αποτραβήχθηκε από τον όμιλο (Ηρόδ.).