ετερόφυλος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, -ον)
αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής
μσν.- νεοελλ.
βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος του οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο ετεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φυλος (< φύλο), πρβλ. αλλόφυλος, ομόφυλος].