ευπάτωρ

Greek Monolingual

εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης
2. καλός πατέρας
3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῖος ὁ εὐπάτωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πατωρ (< πατήρ), πρβλ. απάτωρ.