εὐπάτωρ

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπάτωρ Medium diacritics: εὐπάτωρ Low diacritics: ευπάτωρ Capitals: ΕΥΠΑΤΩΡ
Transliteration A: eupátōr Transliteration B: eupatōr Transliteration C: efpator Beta Code: eu)pa/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, = εὐπατρίδης (of noble family), A.Pers.970, Ael.Fr.292.
II a good father, dub. in Man.4.86.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
de noble naissance.
Étymologie: εὖ, πατήρ.

German (Pape)

ορος, ὁ, = εὐπατρίδης, Aesch. Pers. 931; – gut als Vater, Man. 4.86.

Russian (Dvoretsky)

εὐπάτωρ: ορος adj. рожденный славным отцом, т. е. знатный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 969, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. μέγα.

Greek Monolingual

εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης
2. καλός πατέρας
3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῖος ὁ εὐπάτωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πατωρ (< πατήρ), πρβλ. απάτωρ.

Greek Monotonic

εὐπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ευγενή πατέρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-πᾰ́τωρ, ορος, πατήρ
born of a noble sire, Aesch.