εὔχορτος, -ον (Α)1. αυτός που παρέχει πολύ χόρτο, άφθονη βοσκή2. (για το νερό) εύπεπτος, αυτός που συντελεί στη θρέψη, θρεπτικός, χωνευτικός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔχορτατα βοσκοτόπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χόρτος (ο) «κήπος, βλάστηση, χόρτο»].