εὐκοίλιος
English (LSJ)
εὐκοίλιον, easing the bowels, Diocl.Fr.126, Plu.2.137a, Dsc.2.120, Diph.Siph. ap. Ath.9.371b (Comp.):—hence substantive εὐκοιλιότης, ητος, ἡ, Paul.Aeg.3.77.
German (Pape)
[Seite 1075] gut für den Unterleib, offenen Leib machend, Medic.; Plut.; εὐκοιλιώτερον τὸ λευκόν Ath. IX, 371 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui rend le ventre libre, qui relâche.
Étymologie: εὖ, κοιλία.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοίλιος: очищающий кишечник (βρώματα καὶ πόματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοίλιος: -ον, εὐκολύνων τὴν κένωσιν τῆς κοιλίας, περὶ τοῦ τεύτλου, τὸ δὲ λευκὸν εὐκοίλιον Διοσκ. 2. 149, Ἀθήν. 371 Β· τὸ τοῦ Θεοπόμπου (Ἀθήν. 649Β) εἰς εὐβουλίαν ὁ Κοραῆς διορθοῖ εἰς εὐκοιλίαν.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)
αυτός που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις
2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα
3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσκοίλιος].