ζαχαρώνω

Greek Monolingual

ζάχαρη
1. παθαίνω κρυστάλλωση της ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι»)
2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω
3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα»)
4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές διαχύσεις.