ζιζάνιο

Greek Monolingual

το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι)
άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και εμποδίζει την ανάπτυξη τους, κν. τριβόλι
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. έριδα, διχόνοια, σκάνδαλο («έσπειρε ζιζάνια στην παρέα»)
2. μτφ. αυτός που προκαλεί έριδες, διχόνοιες
3. μτφ. ταραχοποιός, ταραξίας, άτακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την πιο πειστική άποψη ο τ. αποτελεί μεταφορά ξεν. όρου (πρβλ. σουμερ. zizan «σιτάρι»].