ζωγρώ
Greek Monolingual
ζωγρῶ, -έω (AM)
(για ανθρώπους) συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. αλιεύω
2. μτφ. προσελκύω οπαδούς
3. διατηρώ ζωντανό κάποιον
4. επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, ζωντανεύω, δροσίζω
5. παθ. ζωγροῦμαι, -έομαι
προσελκύομαι υπό την επίδραση (κυρίως κακή) κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωάγριος].