ηλεκτροφόρηση

Greek Monolingual

η
1. χημ. φαινόμενο κατά το οποίο πραγματοποιείται, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, μεταφορά τών φορτισμένων ηλεκτρικά τεμαχιδίων ενός κολλοειδούς συστήματος ή γαλακτώματος
2. ιατρ. φαινόμενο κατά το οποίο, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου, πραγματοποιείται διαχωρισμός και ποσοτικός προσδιορισμός τών διαφόρων κλασμάτων τών πρωτεϊνών του ορού του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrophoresis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -phoresis (πρβλ. φόρηση)].