ἡμιδεής, -ὲς (Α)1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῦς» — κατά το ήμισυ3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. ενδεής, καταδεής].