ηττώμαι

Greek Monolingual

(AM ἡττῶμαι, -άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῦμαι)
1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή
2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό
μσν.-αρχ.
ενεργ. ἡττῶ, -άω
νικώ σε μάχη, καταβάλλω
αρχ.
1. (ως δικανικός όρος) νικιέμαι στο δικαστήριο, χάνω δίκη («ἧττον ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἡττῶτο», Ξεν.)
2. μτφ. καταβάλλομαι, υφίσταμαι ισχυρή, καταθλιπτική την επίδραση ενός πάθους, φυσικού φαινομένου ή ψυχικού συναισθήματος («οὐχ ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος», Πλάτ.)
3. ενδίδω, υποχωρώ («οἰ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων», Σοφ.)
4. είμαι εξαντλημένος ψυχικά («ἑσσωμένοι ἦσαν τῷ θυμῷ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήττων, κατ' αναλογία προς το νικώμαι. Υποχωρητικό παρ. ήττα].