θέλκτρον

English (LSJ)

τό, = θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).

German (Pape)

[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. θελκτήριον.
Étymologie: θέλγω.

Russian (Dvoretsky)

θέλκτρον: τό Soph. = θελκτήριον.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, Σοφ. Τρ. 585· ἐν Λουκ. Θεῶν Διαλ. 4. 5, θέλγητρον ἐπηνωρθώθη ἐκ χειρογρ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θέλκτρον, το (Α) θέλγω
θελκτήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ-ω + κατάλ. -τρον, πρβλ. μάκτρον, πλήκτρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)].

Greek Monotonic

θέλκτρον: τό, = θελκτήριον, σε Σοφ.

Middle Liddell

θέλκτρον, ου, τό, = θελκτήριον, Soph.]

English (Woodhouse)

charm, enchantment