θαλασσίδιος

English (LSJ)

α, ον, = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θαλάσσιος.

Greek Monolingual

θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρίδιος, προικίδιος)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσίδιος: Her. = θαλάσσιος.