θεοδέγμων

English (LSJ)

θεοδέγμον, gen. ονος, = θεηδόχος, θῶκος AP7.363; divine, πηγή Archestr.Fr.13.8.

German (Pape)

[Seite 1195] ον, Gott aufnehmend; θῶκος Ep. ad. 680 (VII, 363); πηγή, d. i. göttlich, Archestr. bei Ath. VII, 320 b.

Russian (Dvoretsky)

θεοδέγμων: 2, gen. ονος δέχομαι принимающий божество (θῶκος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεοδέγμων: -ον, γεν. -ονος, = θεοδόχος, θῶκος Ἀνθ. Π. 7. 363· θεῖος, πηγὴ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 320Β· λαὸς Νόνν. Ἰω. 1. 23.

Greek Monolingual

-ον (AM θεοδέγμων, -ον)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε θεό (α. «θεοδέγμων θώκος» — θρόνος στον οποίο κάθησε ο θεός
β. «θεοδέγμων λαός» — ο λαός που δέχθηκε τον θεό, που πίστεψε σ' αυτόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμοδέγμων, οικοδέγμων].