θυία

English (LSJ)

ἡ,
A odorous cedar, Juniperus foetidissima, Thphr. HP 1.9.3, 4.1.3; or θύεια, ib.3.4.2,6.
II = θύον 1 (q.v.), Dsc.1.26.
III v. θυεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 thuia (lat. citrus);
2 arbre toujours vert des montagnes de Grèce, le savinier.
Étymologie: R. Θυ, exhaler un souffle, une odeur ; cf. θυμός, θύμος.

German (Pape)

θυεία.

Russian (Dvoretsky)

θυία: ἡ Diod., Plin. v.l. = θύον.

Greek (Liddell-Scott)

θυία: ἢ βέλτιον θύα, ἡ, δένδρον τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ ἔπιπλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ θύον, ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ ξύλον ὅλως ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν ἐνίοτε κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ ξύλον θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) εἶδος δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.

Spanish

mortero

Greek Monolingual

(I)
ἡ (Α θυία) θύον
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια
αρχ.
1. ευώδες δένδρο της Αφρικής
2. το θύον.
(II)
θυῖα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)]
γιορτή προς τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.

Greek Monotonic

θυία: ή καλύτερα θύεια, ἡ, Αφρικανικό δέντρο με ευώδες ξύλο, είδος κέδρου ή juniper, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

an African tree with scented wood, a kind of juniper or cedar, Theophr.

Léxico de magia

mortero ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν machaca estas flores en un mortero blanco P XIII 28