θυηδόχος
German (Pape)
[Seite 1221] Weihrauch empfangend, τράπεζα Gregor. ep. (VIII, 25).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit des parfums.
Étymologie: θύος, δέχομαι.
Greek Monolingual
θυηδόχος, -ον (Α)
(για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυηπόλος, θυηφάγος) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος, παραγγελιοδόχος].
Greek Monotonic
θυηδόχος: -ον (θύος, δέχομαι), αυτός που δέχεται λιβάνι, θυμίαμα σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θυηδόχος: получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений (τράπεζα Anth.).