θυραμάχος

English (LSJ)

[μᾰ], ον, assaulting doors, κῶμοι prob. l. in Pratin.Lyr. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1227] draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.

Greek (Liddell-Scott)

θυρᾱμάχος: ον ἐπιτιθέμενος ἐναντίον θυρῶν, θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι νέων Πρατίνας 1. 10.

Greek Monolingual

θυραμάχος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονομάχος, ναυμάχος].