ιδιότροπος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότροπος, -ον)
1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.)
2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα»)
νεοελλ.
δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.
επίρρ...
ιδιοτρόπως και ιδιότροπα
με ιδιόρρυθμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. επί-τροπος, κακό-τροπος. Η λ. με σημ. «ιδιόρρυθμος, ασυνήθιστος» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, προφανώς διότι αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και επομένως αρνητικά].