ιππόστασις
Greek Monolingual
ἱππόστασις, ἡ (Α)
1. ιπποστάσιο
2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο σκοτεινός στάβλος του Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ.
β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων του Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -στασις (< στάσις < ἵστημι), πρβλ. αιγόστασις, βούστασις].