κάγκελο

Greek Monolingual

το (AM κάγκελ[λ]ον)
1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο
2. στον πληθ. τα κάγκελα
φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και εμποδίζει τη διάβαση, ενώ αφήνει ελεύθερη τη θέα, κιγκλίδωμα
αρχ.
φρ. «κάγκελλον μέτρον» — σύστημα μέτρων χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cancellum
ο τ. στην αρχ. και μσν. απαντά και ως αρσ. κάγκελ(λ)ος].