κέντρωνας

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κέντρων) κέντρον
νεοελλ.
1. λογοτεχνικό είδος της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας
2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων
μσν.
μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών
αρχ.
1. αυτός που έχει σημάδια από κεντρί, από κέντρισμα, που υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. ρούχο ραμμένο από πολλά κομμάτια υφάσματος, κουρέλι
3. σαμάρι γαϊδουριού
4. πάπ. καθαριστήρας της γραφίδας.