μελόδραμα

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

το
1. δραματικό έργο με συνδυασμό σκηνικής δράσης καθώς και φωνητικής και ενόργανης μουσικής
2. το σύνολο της σχετικής παραγωγής ενός έθνους («το ιταλικό μελόδραμα»)
3. θίασος ο οποίος παρουσιάζει αποκλειστικώς μελοδράματα
4. το κτήριο που είναι προορισμένο για παραστάσεις μελοδραμάτων
5. (στο δυτικό θέατρο) αισθηματικό δράμα με απίθανη πλοκή και με κυρίαρχο θέμα τα δεινά που υφίστανται οι ενάρετοι στα χέρια τών κακών, το οποίο όμως έχει αίσια κατάληξη, αφού στο τέλος η αρετή θριαμβεύει
6. μτφ. δραματική κατάσταση με στοιχεία υπερβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melodrame (< μέλος + δράμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμου].