κένωση

Greek Monolingual

η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) κενώ
1. το άδειασμα
2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση
νεοελλ.
το σερβίρισμα
αρχ.
1. ιατρ. ελάττωση του αίματος, πενιχρή δίαιτα
2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα.