καβατζάρω

Greek Monolingual

ναυτ.
1. παρακάμπτω ακρωτήριο, κάβο
2. σύρω σχοινί από τη μια πλευρά του πλοίου στην άλλη
3. μτφ. αποφεύγω, ξεπερνώ κάποιον ή κάτι.