καθάρισμα

Greek Monolingual

το καθαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα»)
2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα
3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα
4. μτφ. φόνος, «ξεπάστρεμα».