καταστάλαγμα
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
το κατασταλάζω
1. το προϊόν της απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα
2. η απόσταξη, το στράγγισμα
3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα
4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα.