καθήλωση

Greek Monolingual

η (Α καθήλωσις) καθηλώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθηλώνω, η στερέωση με καρφιά, η προσήλωση, το κάρφωμα
νεοελλ.
η ακινητοποίηση, η συνεχής ή αναγκαστική παραμονή σε μια θέση, στάση ή κατεύθυνση (α. «καθήλωση στο κάθισμα» β. «καθήλωση της ματιάς»).