καθετή

Greek Monolingual

καθετή και καθητή, η
αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από απλό νήμα στην άκρη του οποίου υπάρχει αγκίστρι και μικρό μολύβδινο βαρίδι που βοηθάει στο βύθισμα του αγκιστριού μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθετη, θηλ. του επιθ. κάθετος (< καθίημι) με καταβιβασμό του τόνου].