κακοηθίζομαι

English (LSJ)

= κακοηθεύομαι (act maliciously, play a scurvy trick, be malignant), Arr.Epict.3.16.4, etc.
II put a bad construction on things, have a bad character, put in a bad light, make a laughing stock, κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν (sed leg. κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν) Stob.2.7.2.

German (Pape)

[Seite 1300] ein κακοήθης sein, Sp.; verläumden, herabsetzen, Stob. ecl. phys. 2 p. 40; τῷ διαβάλλοντι κακοηθιστέον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐκλαμβάνοντι Arist. rhet. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

avoir un mauvais caractère.
Étymologie: κακοήθης.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοηθίζομαι: представлять в дурном свете, чернить: τῷ διαβάλλοντι κακοηθιστέον ἐπὶ τὸ χεῖρον Arst. обвиняющему приходится представлять (своего противника) в дурном свете и с дурной стороны.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοηθίζομαι: ἀποθ. = κακοηθεύομαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 16, 4, κλ. ΙΙ. μεταβ., διαβάλλω, ὀνειδίζω, ὑποβιβάζω τὴν ἀξίαν ἢ χρησιμότητά τινος, τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 40· οὕτω καὶ ῥηματ. ἐπίθ., κακοηθιστέον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐκλαμβάνοντι Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 12.

Greek Monolingual

κακοηθίζομαι (Α) κακοήθης
1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι
2. υποτιμώ, διαβάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.).