κακοηθεύομαι

English (LSJ)

A act maliciously, play a scurvy trick, Men.Epit.334; πρὸς τὸν δῆμον Sch.Ar.Lys.313.
II Medic., to be malignant, Gal.18(2).464.

German (Pape)

[Seite 1300] arglistig sein od. handeln, Schol. Ar. Nubb. 966.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοηθεύομαι: ἀποθ., εἶμαι ἢ γίνομαι κακοήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 313, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐγκιλικίζεται, Ἐτυμ. Μ. σ. 234, 46· - ἐπὶ ἕλκους, τῶν κακοηθευομένων ἑλκῶν Ἀέτ. Ι. σ. 14.

Greek Monolingual

κακοηθεύομαι (Α) κακοήθης
1. ενεργώ ή πράττω κάτι με κακία
2. ιατρ. είμαι ή γίνομαι κακοήθης, γίνομαι δυσίατος ή ανίατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοηθεύομαι [κακοήθης] een vuile streek leveren.