καλλαρίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, a kind of cod-fish, Archestr.Fr.14, Opp.H.1.105, Hsch. s.v. λαζίνης.
German (Pape)
[Seite 1309] ὁ, eine Art Kabeljau, der sonst γαλλαρίας heißt, Opp. Hal. 1, 105 Archestr. Ath. VII, 316 a.
Greek (Liddell-Scott)
καλλᾰρίας: -ου, ὁ, ἰχθὺς θαλάσσιος ἐκ τοῦ γένους τῶν ὀνίσκων, κοινῶς «γαδαρόψαρον», Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α, Ὀππ. Ἁλ. 1. 105, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48· ―ὡσαύτως, καλαρίας ἢ γαλαρίας, Ἡσύχ. ἐν λ. λαζίνης.
Greek Monolingual
καλλαρίας, ὁ (Α)
το ψάρι βακαλάος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από έναν τ. σε -αρος ( κάλλ-αρος) και το επίθημα -ίας].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a cod-fish (Archestr., Opp., H. s. λαζίνης).
Other forms: γαλ(λ)αρίας ἰξθύς, ὁ ὀνίσκος H., γαλλερίας, γελαρίης (Dorion) and χελλαρίης = ὀνίσκος (Dorio ap. Ath. 3, 118c).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -ίας (Chantraine Formation 94), (jokingly, or as taboo?) to κάλλος; with the synonymous γαλ(λ)αρίας one connects γαλεός dog-fish (?). See Strömberg Fischnamen 130f. Also Thompson Fishes 97. The variants clearly show a Pre-Greek word (Fur. 140); the two ε's and the λλ point to *kalyar-
Frisk Etymology German
καλλαρίας: {kallarías}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Fisches aus dem Dorschgeschlecht (Archestr., Opp., H. s. λαζίνης).
Etymology: Bildung auf -ίας (Chantraine Formation 94), letzten Endes scherzhaft (tabuisierend?) zu κάλλος, ebenso wie das synonyme γαλ(λ)αρίας (Dorion, H.) mit γαλεός Haifisch zusammenhängt oder danach umgeformt ist; über diese und ähnliche Kreuzungen Strömberg Fischnamen 130f.; das αρο-Suffix wie in κάνθαρος, γάδαρος u. a. (Chantraine 226f.). Vgl. zum Folg. Ausführlich über καλλαρίας Thompson Fishes 97.
Page 1,765