κατάπαυση

Greek Monolingual

ἡ (AM κατάπαυσις) καταπαύω
1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμόςκατάπαυση εχθροπραξιών»)
μσν.-αρχ.
1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση
2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο
3. ο τόπος της αιωνίου αναπαύσεως, η βασιλεία τών ουρανών («εἰσερχόμεθα γὰρ εἰς τὴν κατάπαυσιν οἱ πιστεύσαντες», ΚΔ)
αρχ.
1. κατευνασμός
2. μτφ. (για άρχοντες) καθαίρεση, παύση από το αξίωμα («τυράννων μὲν νῦν κατάπαυσις ἐγένετο», Ηρόδ.).