κατάχυσμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is poured over, sauce, Ar.Av.535 (anap.), 1637; βολβοὺς… καταχύσματι δεύσας Pl.Com.173.9; τὰ κ. ὄξος οὐκ ἔχει Philonid.9.
2 καταχύσματα, τά, handfuls of nuts, figs, etc., showered over a bride, τὰ κ. κατάχει τοῦ νυμφίου Theopomp.Com.14; also on a new slave, by way of welcome, Ar.Pl.768 (cf. Sch.adloc.), D.45.74; cf. κατάχυμα.

German (Pape)

[Seite 1392] τό, das Daraufgegossene, der Aufguß, die Brühe; Ar. Av. 539. 1624; wie κατάχυμα; Ath. I, 5 c II, 67 e, von Saucen. Bes. aber nach VLL. Nüsse, Feigen u. dgl., die beim Eintritt der Braut od. eines neu gekauften Sklaven in das Haus über sie geschüttet wurden, als Willkommen u. Andeutung des künftigen Überflusses; vgl. Ar. Plut. 268. 789 u. Theop. com. in den Scholl.; Dem. 45, 74. Bei Themist. or. 23 p. 294 c καταχύματα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu'on verse dessus :
1 jus, sauce;
2 τὰ καταχύσματα, noix, figues qu'on jetait, en signe de bienvenue et à leur entrée dans la maison, sur la tête des esclaves nouvellement achetés.
Étymologie: κατά, χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχυσμα -ατος, τό [καταχέω] saus; strooisel; τὰ καταχύσματα strooigoed (van noten en vijgen, o. m. ter verwelkoming).

Russian (Dvoretsky)

κατάχυσμα: ατος τό
1 подливка, соус Arph.;
2 pl. плоды (ореха, фиги и т. п.), которыми осыпались впервые вводимые в дом невеста или раб (обряд приветствия и пожелания благополучия) Arph., Dem.

Greek Monolingual

κατάχυσμα, τὸ (Α) καταχέω
1. είδος ζωμού, σάλτσας, που έχυναν πάνω στα φαγητά ως καρύκευμα («καὶ τρίψαντες κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. τὰ καταχυσματα
ξηροί καρποί, ανακατωμένοι, με τους οποίους έρραιναν τους νεονύμφους ή τους νεοαποκτημένους δούλους για το καλωσόρισμα («τὰ καταχύσματα κατάχει τοῦ νυμφίου», Θεόπομπ.).

Greek Monotonic

κατάχυσμα: -ατος, τό,
1. αυτό το οποίο περιχύνεται, «σάλτσα», σε Αριστοφ.
2. στον πληθ., χούφτες με καρύδια, καρπούς φοινίκων κ.λπ.· Λατ. bellaria, αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να περιχυθεί πάνω στη νύφη ή στον νέο δούλο με την είσοδό τους στο σπίτι (πρβλ. τα sparge, marite nuces του Βιργ.), σε Αριστοφ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυσμα: τό, τὸ καταχεόμενον ἄνωθεν καρύκευμα, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 535. 1637· βολβοὺς… καταχύσματι δεύσας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι»1. 9· τὰ κατ. ὄξος οὐκ ἔχει Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 3· «κατάχυσμα· λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ζωμοῦ» Ἡσύχ.·- «κατάχυσμα· τὸ καταχεόμενον κατὰ τῶν ὄψων ὐπότριμμα» Φώτ. 2) καταχύσματα, συνέκειντο δὲ ταῦτα ἀπὸ φοινίκων, κολλύβων, τρωγαλίων, ἰσχάδων, καρύων κτλ., Λατιν. bellaria, τὰ ὀποῖα συνείθιζον νὰ ῥίπτωσιν ὑπεράνω τῶν νυμφίων περὶ τὴν ἑστίαν ὡς σημεῖον εὐετηρίας (ὡς σήμερον τὰ «κοφέτα», τὰ ἄνθη καὶ ὀρύζιον), (τὰ καταχ. κατάχει τοῦ νυμφίου Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχ.» 3), ἢ καὶ ὑπεράνω νεωνήτων δούλων τὸ πρῶτον εἰσιόντων εἰς τὴν οἰκίαν ἢ ἁπλῶς τῶν ἐφ’ ὦν οἰωνίσασθαί τι ἀγαθὸν ἐβούλοντο, φέρε… κομίσω καταχύσματα ὥσπερ νεωνήτοισιν ὀφθαλμοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 768, Δημ. 1123 ἐν τέλ., πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- οὕτω παρὰ Λατ. sparge, marite, nuces, Οὐεργ. Ἐκλ. 8. 30· πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 368, 487.- Περὶ τοῦ τύπου καταχύματα ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 420.

Middle Liddell

κατάχυσμα, ατος, τό,
1. that which is poured over, sauce, Ar.
2. in plural handfuls of nuts, figs, etc.; Lat. bellaria, which used to be showered over a bride or a new slave on entering the house (cf. Virg. sparge, marite, nuces), Ar., Dem.