καταβλώσκω

English (LSJ)

poet. for κατέρχομαι, go down or go through, ἄστυ καταβλώσκοντα = going through the city Od.16.466; πόληος νόσφι καταβλώσκοντας = coming down from the city A.R.1.322; of seamen, Lyc.1068 (in irreg. fut. καταβλώξω); of a stream, A.R.4.227.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βλώσκω), durchgehen, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέθρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
traverser en courant, acc..
Étymologie: κατά, βλώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβλώσκω door... heen gaan, met acc.: ἄστυ κ. door de stad gaan Od. 16.466.

Russian (Dvoretsky)

καταβλώσκω: проходить (насквозь или вдоль) (ἄστυ Hom.).

Greek Monolingual

καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

καταβλώσκω: κατεβαίνω, κατέρχομαι μέσω οδού, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλώσκω: ποιητ. ἀντὶ κατέρχομαι, καταβαίνω, εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος νόσφι κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.

Middle Liddell

to go down through a place, c. acc., Od.