κατακρήμνισμα
Greek Monolingual
το
1. το κατακάθι
2. χημ. το ίζημα
3. (μετεωρ.) φρ. «ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα» — τα προϊόντα συμπύκνωσης τών υδρατμών της ατμόσφαιρας τα οποία πέφτουν στην επιφάνεια της γης ως βροχή, χιόνι, χαλάζι, ομίχλη, πάχνη, δροσιά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρημνίζω. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. precipitation < λατ. praecipitatio < ρ. praecipito «κατακρημνίζω, καθιζάνω». Η λ. ως όρος της χημείας μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].