κατακτώ
Greek Monolingual
(Α κατακτώμαι, -άομαι)
1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)
2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τον κατέκτησε με τον τρόπο της» β. «κατακτᾶσθαι τὸ θέατρον», Αιλ.)
3. παίρνω κάτι με βίαιο τρόπο, γίνομαι κύριος με πολεμικές επιχειρήσεις, κυριεύω, καταλαμβάνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε το περσικό κράτος» β. «μεγάλους πλούτους κατακτήσασθαι, χώραν κατακτώμενοι», Ισοκρ.)
νεοελλ.
έχω ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κτῶμαι «αποκτώ»].