καταλοχίζω
English (LSJ)
A form into λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1.
2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute, εἰς τάξεις D.S.18.70; εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16; εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18; εἰς τοὺς… ποιητάς Lib.Ep.36.1 (κατελόχησας codd.):—Pass., Plu.Cic. 15.
German (Pape)
[Seite 1361] (in Lochen) verteilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.
French (Bailly abrégé)
partager en cohortes (v. λόχος) : εἰς τοὺς ὁπλίτας PLUT répartir parmi les hoplites.
Étymologie: κατά, λοχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7.
Russian (Dvoretsky)
καταλοχίζω: воен.
1 производить разбивку, разделять (εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.);
2 распределять (εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλοχίζω: διανέμω εἰς λόχους, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ καθόλου, διανέμω εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.
Greek Monolingual
καταλοχίζω (Α)
1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους
2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].
Greek Monotonic
καταλοχίζω: μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to distribute into λόχοι, and generally to distribute, Plut.